- ἀτάρβακτος
- ᾰτάρβακτος, -ον1 intrepid, dauntless
γνώμας ἀταρβάκτοιο P. 4.84
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
γνώμας ἀταρβάκτοιο P. 4.84
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ατάρβακτος — ἀτάρβακτος, ον (Α) ατρόμητος, αφόβητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + ταρβώ ( έω) «φοβάμαι, τρομάζω». Ο σχηματισμός του τ. ατάρβακτος πιθ. αναλογικά προς το ατάρμυκτος *] … Dictionary of Greek
ἀτάρβακτος — unaffrighted masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀταρβάκτοιο — ἀτάρβακτος unaffrighted masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)